χιονοσκεπής

χιονοσκεπής
-ές, Ν
χιονοσκέπαστος, χιονισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. κισσο-σκεπής, νεφελο-σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Γαβρ. Σοφοκλέους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χιονοσκεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο σκεπασμένος με χιόνια, ο χιονισμένος: Βλέπαμε τα χιονοσκεπή βουνά της Ηπείρου όπου πολέμησαν οι πατέρες μας τους Ιταλούς το 1940 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νιφάδα — η (ΑΜ νιφάς, άδος) καθένα από τα κρυσταλλικά κομμάτια χιονιού που αιωρείται και πέφτει στη γη, τουλούπα αρχ. 1. (με περιλπτ. σημ.) χιόνι («ὡς δ ὅτ ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠέ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. καθετί… …   Dictionary of Greek

  • νιφόβολος — νιφόβολος, ον (Α) 1. σκεπασμένος με χιόνι, χιονοσκεπής 2. μτφ. σκωπτικός χαρακτηρισμός τών ποιητών τών διθυράμβων για τον ψυχρό κομπασμό τους («καινὰς λαβεῑν ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους ἀναβολάς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο… …   Dictionary of Greek

  • νιφόεις — νοφόεις, εσσα, εν (Α) 1. γεμάτος χιόνι, χιονισμένος, χιονοσκεπής («νιφόεσσ Αἴτνα», Πίνδ.) 2. λευκός σαν το χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού νείφει «χιονίζει» + κατάλ. όεις (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • χιονοκάλυπτος — η, ο, Ν καλυμμένος με χιόνι, χιονοσκεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + καλύπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Ποποκατέπετλ — (Popocatepetl). Ηφαίστειο του Μεξικού, η δεύτερη σε ύψος (5.452 μέτρα) κορυφή της χώρας, μετά την Πίκο ντε Ορισάμπα (Σιτλαλτέπετλ, 5.700 μ.). Η χιονοσκεπής κορυφή του υψώνεται στα σύνορα των ομόσπονδων Πολιτειών Πουέμπλα, Μεξικό και Μορέλος, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”